ασκούριαστος

ασκούριαστος
-η, -ο
αυτός που δεν έπιασε σκουριά: Μόνο τα κουτάλια είχαν αρχίσει να σκουριάζουν, τα μαχαιροπίρουνα ήταν ασκούριαστα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ασκούριαστος — η, ο (και ασκωρίαστος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να προσβληθεί από σκουριά, ο ανοξείδωτος …   Dictionary of Greek

  • ανίωτος — ἀνίωτος, ον (Α) ασκούριαστος, αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να σκουριάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ιόω (< ιός (III) «σκουριά») «σκουριάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”